1 ἀ-δι-έργαστος
ἀ-δι-έργαστος, nicht fertig gearbeitet, λόγον μὴ καταλιπεῖν ἡμιτελῆ μηδ' ἀδ. Isocr. 12, 268.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἀ-δι-έργαστος